Υψηλές τιμές Ηλεκτρικής Ενέργειας

Target Model λέγεται ο τρόπος καθορισμού της τιμής χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Το Τarget Μodel ενεργοποιήθηκε τον Νοέμβρη του 2020 και προβλέπει 4 αγορές:
- Την προημερησία αγορά:
Η αγορά στην οποία δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. - Την ενδοημερησία αγορά:
Η αγορά στην οποία γίνονται συμπληρωματικές αγορές και πωλήσεις την ίδια μέρα. - Η προθεσμιακή αγορά:
Εδώ συνάπτονται μακροχρόνια συμβόλαια παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε προσυμφωνημένες τιμές. - Η αγορά εξισορρόπησης:
Εδώ οι παραγωγοί ενέργειας καταθέτουν προσφορές σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια της ημέρας, για πακέτα ενέργειας που μπορούν να διαθέσουν άμεσα, ώστε να καλυφθούν ελλείμματα ή απώλειες του συστήματος, δηλαδή ενεργειακές ανάγκες τις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να καλύψει από την ενέργεια που διατέθηκε στην προημερησία και την ενδοημερησία αγορά.
Η ενεργοποίηση του εν λόγω μοντέλου συνέπεσε και με την μεταστροφή του ενεργειακού μείγματος της χώρας από τον φτηνό λιγνίτη σε ακριβότερες μορφές παραγωγής όπως το φυσικό αέριο που λειτουργεί ως καύσιμο γέφυρα προς την ολική μεταστροφή σε ΑΠΕ.
Η αλλαγή αυτή δημιούργησε συνθήκες αισχροκέρδειας καθώς οι μεγάλοι παίχτες στην ηλεκτροπαραγωγή, με μονάδες κυρίως φυσικού αερίου, να προτιμήσουν να δίνουν υψηλές τιμές στην προημερησία και ενδοημερίσια (όπου οι παραγωγοί καλούνται να μειοδοτήσουν προκειμένου να ενταχθούν στο σύστημα) ώστε να απορριφθούν και έτσι εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες που θα προκύψουν, λόγω της μη αρχικά συμμετοχής των μονάδων τους, να αποκομίσουν τεράστια κέρδη στην αγορά εξισορρόπησης, που τους επιτρέπει να ζητήσουν τιμές έως 4.240 €/ MWh έναντι του μεταβλητού κόστους παραγωγής 50-100 ευρώ.
Εδώ να σημειωθεί πως ήδη με τα τωρινά όρια που είναι κατά πολύ χαμηλότερα από αυτά των ευρωπαϊκών χωρών, στα τέλη του Δεκεμβρίου 2020 τα στοιχεία έδειχναν ότι η επιβάρυνση της αγοράς εξισορρόπησης στο συνολικό κόστος της χονδρικής του ρεύματος στην Ελλάδα ήταν 14 φορές μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ πριν την εφαρμογή του Target Model η ενέργεια εξισορρόπησης προσφέρονταν χωρίς αντίτιμο με «χασούρα» κυρίως της ΔΕΗ, κάτι που εξηγεί και σε ένα βαθμό το παραμύθι της «ελλειμματικής κρατικής εταιρείας» που έτσι όμως ανταποκρίνονταν σε ένα βαθμό στον κοινωνικό της ρόλο ως δημόσιος πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας, συγκρατώντας τις τιμές.
Το πρόβλημα αυτό θα γίνεται μεγαλύτερο όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν συστήματα αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά και άλλες ΑΠΕ, τόσο θα αυξάνεται η ζήτηση για ενέργεια εξισορρόπησης που προέρχονται από κοστοβόρες πηγές όπως το φυσικό αέριο όταν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να είναι εφικτό πριν το 2025.
Στην Ελλάδα λοιπόν το σύνολο της καταναλισκόμενης ενέργειας περνάει μέσα από την εν λόγω αγορά, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης που οι πάροχοι αγοράζουν προθεσμιακά σε προσυμφωνημένες τιμές από παραγωγούς και δίνουν μακροχρόνια συμβόλαια με σταθερές τιμές ώστε να μη μένει μεγάλη αξία στην spot αγορά (σ.σ.: δηλαδή το Χρηματιστήριο Ενέργειας).
Έτσι εξηγούνται και οι μεγάλες αποκλίσεις χονδρικής σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Πολωνία, όπου μόνο το 1% περνάει από την spot αγορά.
Το 2021 μπήκε με τον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό να έχει αντικατασταθεί από το ενεργειακό χρηματιστήριο του Τarget Μodel και την πάλαι ποτέ κυριαρχία του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα να έχει αντικατασταθεί από την πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα ένα νέο σύνολο πρωταγωνιστών, κατόχων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου, να κυριαρχεί στην ενεργειακή αγορά.
Αυτές οι αλλαγές οδηγούν μια τάση που διακρίνεται καθαρά στα στοιχεία της αγοράς ενέργειας:
Ήδη πριν αρχίσει η ενεργειακή κρίση, το φυσικό αέριο πρωταγωνιστούσε στις ανοδικές τάσεις των τιμών. Το πρόβλημα όμως δεν σταματά εκεί. Η ενεργειακή διασύνδεση μεταξύ των χωρών επιτρέπει τις εξαγωγές ενέργειας σε αγορές που δίνουν την δυνατότητα αποκόμισης μεγαλύτερων κερδών πιέζοντας περαιτέρω τις τιμές στην χώρα.
Στις παθογένειες της Ελλάδας προστίθεται η άρνηση της κυβέρνησης να εκκινήσει την παραγωγή των λιγνιτικών εργοστασίων καθώς και η διεθνής συγκυρία καθώς οι αυξημένες ανάγκες της Κίνας με την επανέναρξη της οικονομικής της δραστηριότητας μετά την πανδημία που απορρόφησε την πλειονότητα των φορτίων LNG, αλλά και η αδυναμία/απροθυμία της Ρωσίας να καλύψει την υπερβάλλουσα ζήτηση στην Ευρώπη, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να πέσουν τα αποθεματικά φυσικού αερίου και να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών της ενέργειας. Ενώ αρνητικά επέδρασσαν και το υψηλό κόστος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εξ’ αιτίας των υψηλών στόχων απανθρακοποίησης που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.